- καλοφαίνομαι
- (αόρ. (ε)καλοφάνηκα) αμετ.1) быть ясно, отчётливо видимым; 2) внушать доверие; 3):
μου (σού, τού κ.λ.π.) καλοφαίνεται — мне (тебе, ему и т. д.) нравится, приятно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μου (σού, τού κ.λ.π.) καλοφαίνεται — мне (тебе, ему и т. д.) нравится, приятно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοφαίνομαι — (Μ καλοφαίνομαι) (ως απρόσ., με τις αντων. μού, σού, τού, μάς, σάς, τούς) καλοφαίνεται μού φαίνεται κάτι καλό, μού είναι ευχάριστο, μού αρέσει νεοελλ. 1. είμαι ευδιάκριτος, είμαι καταφανής, ξεχωρίζω 2. εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον («δεν μού… … Dictionary of Greek
καλοφαίνομαι — καλοφάνηκα 1. φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω: Δεν καλοφαίνομαι στη φωτογραφία. 2. ως απρόσ. σημαίνει ότι κάτι γίνεται δεκτό μετά χαράς, φαίνεται κάτι ως καλό: Δεν του καλοφάνηκε που του είπες την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)